- δικηροτρίκηρα
- ταεκκλ. ένα δίκηρο, σύμβολο τής διπλής φύσης τού Χριστού, κι ένα τρίκηρο, σύμβολο τής Αγίας Τριάδας, τα οποία χρησιμοποιεί ο αρχιερέας κατά την τέλεση αρχιερατικής λειτουργίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Κ. Οικονόμο τον εξ Οικονόμων].
Dictionary of Greek. 2013.