δικηροτρίκηρα

δικηροτρίκηρα
τα
εκκλ. ένα δίκηρο, σύμβολο τής διπλής φύσης τού Χριστού, κι ένα τρίκηρο, σύμβολο τής Αγίας Τριάδας, τα οποία χρησιμοποιεί ο αρχιερέας κατά την τέλεση αρχιερατικής λειτουργίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Κ. Οικονόμο τον εξ Οικονόμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Dikirion and trikirion — His Beatitude Patriarch Theophilus III of Jerusalem blessing with dikirion and trikirion. Dikirion (Greek: δικήριον or δίκηρον) and trikirion (τρικήριον or τρίκηρον) are liturgical candlesticks, used by a bishop of the Eastern Orthodox and …   Wikipedia

  • κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”